- παρακελευσματικός
- -ή, -ό / παρακελευσματικός, -ή, -όν, ΝΜ [παρακέλευσμα, -ατος]προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγήςνεοελλ.φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» — προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία Ελληνική εκφέρονται με υποτακτική (α. «δεῡρο ἐξαναστῶμεν εἰς τὴν αὐλήν», Πλάτ.β. «τοῡ Κυρίου δεηθῶμεν»)β) «παρακελευσματικά μόρια» — μόρια με τα οποία στη Νέα Ελληνική εισάγονται τέτοιου είδους προτάσεις, όπως είναι λ.χ. τα: να, ας, μη, να μη, άιντε να, για, για να («ας φύγουμε»).επίρρ...παρακελευσματικώς / παρακελευσματικῶς, ΝΜμε παρακελευσματικό τρόπο, με προτροπές ή με διαταγές.
Dictionary of Greek. 2013.